- νίβω
- νίβω, ένιψα βλ. πίν. 7
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
νίβω — και νίφτω ένιψα, νίφτηκα, νιμμένος 1. μτβ., καθαρίζω το πρόσωπο και τα χέρια με νερό: Το να χέρι νίβει τ άλλο και τα δυο το πρόσωπο (παροιμ.). – Νίψου κι αποφάγαμε (παροιμ., για απροσδόκητη αποτυχία). 2. μτφ., καθαρίζω ηθική αμαρτία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… … Dictionary of Greek
-βω — κατάληξη ρημάτων της νέας Ελληνικής (πρβλ. ανάβω, θάβω, κλέβω, κόβω, νίβω, ράβω, σκύβω, στύβω), που προήλθαν με μεταπλασμό από τα αρχαία ρήματα σε πτω, εξαιτίας του αορίστου σε ψα, που ήταν κοινός τόσο σε ρήματα της αρχαίας που σχημάτιζαν τον… … Dictionary of Greek
απονίπτω — κ. νίβω (AM ἀπονίπτω, Α κ. νίζω) ξεπλένω νεοελλ. λούζω κάποιον σε τακτή μέρα αρχ. 1. αφαιρώ με πλύσιμο 2. ( ομαι) πλένω, καθαρίζω το σώμα μου ή ένα μέλος του («ἀπονιψάμενος τὸν πηλὸν τῶν ποδῶν», «τὸ πρόσωπον ἀπονίπτεσθαι δέον») … Dictionary of Greek
εναπονίζω — ἐναπονίζω (Α) 1. πλένω, νίβω, ξεπλένω κάτι μέσα σε κάτι 2. μέσ. νίβομαι, πλένομαι, καθαρίζομαι … Dictionary of Greek
νίζω — (Α) βλ. νίβω … Dictionary of Greek
νίπτω — (ΑΜ νίπτω) βλ. νίβω … Dictionary of Greek
νίφτω — βλ. νίβω … Dictionary of Greek
πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
προαπονίπτω — ΜΑ νίβω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπονίπτω «πλένω, ξεπλένω»] … Dictionary of Greek